Μια υγιής και λαμπερή οδοντοστοιχία, εκτός από καλό αισθητικό αποτέλεσμα και αυτοπεποίθηση, διασφαλίζει την καλή στοματική και συνολική υγεία μας. Τα οδοντικά εμφυτεύματα τα τελευταία χρόνια έχουν δώσει ουσιαστική λύση στις απώλειες δοντιών, με καλό λειτουργικό αλλά και φυσικό αποτέλεσμα.
«Τα εμφυτεύματα τοποθετούνται σε άτομα στα οποία λείπουν ένα ή περισσότερα δόντια. Μπορούν να αναπληρώσουν το ένα ή και όλα τα κενά του οδοντικού φραγμού και να στηρίξουν για παράδειγμα μια γέφυρα ώστε να αποτραπεί η τοποθέτηση κινητής οδοντοστοιχίας. Επιπλέον, δίνουν τη δυνατότητα στήριξης μιας ολικής οδοντοστοιχίας κάνοντάς την πιο σταθερή, ασφαλή και άνετη για τους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας.
Η τοποθέτηση των εμφυτευμάτων εξυπηρετεί τόσο τον λειτουργικό όσο και τον αισθητικό ρόλο της οδοντοστοιχίας. Λειτουργικά, η μασητική ικανότητα του ασθενούς βελτιστοποιείται και αισθητικά, αντικαθιστά τα δόντια που λείπουν στον οδοντικό φραγμό, χαρίζοντας ένα ολοκληρωμένο χαμόγελο. Να επισημάνουμε δε ότι με τα εμφυτεύματα δεν περιορίζεται η διάρκεια ζωής των παρακείμενων υγιών φυσικών δοντιών, καθώς αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των εμφυτευμάτων. Συνολικά λοιπόν αποτελούν μια αξιόπιστη λύση και προσφέρουν στον ασθενή αυτοπεποίθηση, καθώς πλέον ο ίδιος λειτουργεί σαν να έχει τα φυσικά του δόντια»
Εξηγεί η οδοντίατρος Φωτεινή Καλιακάτσου, BDS, VT, MSc.
Τα εμφυτεύματα είναι υποκατάστατα της ρίζας ενός ή περισσότερων δοντιών, τα οποία κατασκευάζονται από τιτάνιο ή κράμα τιτανίου. Το τιτάνιο είναι ένα υλικό απόλυτα συμβατό με τον ανθρώπινο οργανισμό, που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες στην ορθοπεδική αλλά και άλλες ειδικότητες της ιατρικής χωρίς να παρουσιάζει ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Η τοποθέτηση γίνεται στο οδοντιατρείο, με τη χρήση τοπικής αναισθησίας, ανάλογης με αυτή που χρησιμοποιείται για όλες τις οδοντιατρικές εργασίες. Το εμφύτευμα τοποθετείται με ακρίβεια σε συγκεκριμένο σημείο στο οστό του ασθενούς, που έχει ήδη προκαθοριστεί μετά από την κλινικά και ακτινογραφική αξιολόγηση του περιστατικού. Αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση δίνονται οι απαραίτητες μετεγχειρητικές οδηγίες που εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή επούλωση. Η αντιβίωση και μια ήπια αναλγητική αγωγή ολοκληρώνουν την ανακούφιση του ασθενούς και περιορίζουν τις δυσάρεστες ενοχλήσεις. Στο διάστημα που μεσολαβεί μετά την τοποθέτηση υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής προσωρινών αποκαταστάσεων (τεχνητά δόντια) που θα επιτρέψουν στον ασθενή να συνεχίσει κανονικά την καθημερινότητά του. Μετά το πέρας 6 έως 12 εβδομάδων που χρειάζεται το εμφύτευμα για να ενσωματωθεί με το οστό, τοποθετούνται πάνω του οι μόνιμες προσθετικές εργασίες που είναι ακίνητες ή κινητές, ανάλογα με το σχέδιο θεραπείας που έχει εκπονηθεί.
Σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Εταιρείας Εμφυτευματολογίας (AAID), το ποσοστό επιτυχίας ανέρχεται σε 98% στην πρώτη πενταετία, ενώ σε βάθος 15ετίας το ποσοστό κυμαίνεται στο 82-95%. Τα υψηλά ποσοστά επιτυχίας εξαρτώνται άμεσα από τον λεπτομερή σχεδιασμό της χειρουργικής επέμβασης αλλά και της προσθετικής αποκατάστασης. Για τον λόγο αυτό, η θεραπεία προσφέρεται από μια ομάδα γιατρών, τον χειρουργό/περιοδοντολόγο που θα τοποθετήσει τα εμφυτεύματα και τον οδοντίατρο/προσθετολόγο που θα τα αποκαταστήσει με προσθετική εργασία.
Η επιλογή των εμφυτευμάτων που χρησιμοποιούμε παίζει επίσης πολύ μεγάλο ρόλο. Δεν έχουν όλες οι εταιρείες την ίδια μακροχρόνια παρουσία, αλλά ούτε και την ίδια εμπειρία τόσο στην έρευνα όσο και στην κατασκευή τους.
«Μετά την τοποθέτηση του εμφυτεύματος, η τήρηση μιας σωστής και συστηματικής υγιεινής είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της μακροβιότητας του εμφυτεύματος. Ο ασθενής πρέπει να φροντίζει για την καθημερινή αφαίρεση της πλάκας, η οποία μπορεί να γίνει με σωστό βούρτσισμα των δοντιών και χρήση μεσοδόντιων και να επισκέπτεται τον οδοντίατρό του τουλάχιστον 1-2 φορές τον χρόνο για να γίνεται ο έλεγχος και η συντήρηση-καθαρισμός. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να κατανοήσουν ότι τα εμφυτεύματα μπορεί να μην τερηδονίζονται όπως τα φυσικά δόντια, αλλά μπορεί να προσβληθούν από ασθένειες αντίστοιχες της ουλίτιδας και της περιοδοντίτιδας (περιεμφυτευματίτιδα), μειώνοντας έτσι τον χρόνο ζωής τους. Η μη πιστή τήρηση των οδηγιών αυτών μπορεί να συντελέσει στην εμφάνιση επιπλοκών που μπορούν μακροπρόθεσμα να οδηγήσουν ακόμα και στην απόρριψη των εμφυτευμάτων» υπογραμμίζει η κ. Καλιακάτσου.
«Επίσης θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν αποτελούν όλοι οι οδοντιατρικοί ασθενείς κατάλληλους λήπτες οδοντικών εμφυτευμάτων, λόγω υποκείμενων νοσημάτων, όπως π.χ. ασθενείς που λαμβάνουν χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία στην περιοχή της κεφαλής, ασθενείς με μυέλωμα ή ανεξέλεγκτο διαβήτη, καθώς και ασθενείς με σοβαρά ψυχιατρικά νοσήματα» τονίζει η κ. Καλιακάτσου.
Ασθενείς που παίρνουν διφωσφονικά φάρμακα για την οστεοπόρωση για πάνω από 3 χρόνια πρέπει να τα σταματάνε 3 μήνες πριν από την επέμβαση, αλλά η οστεοπόρωση από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη. Το κάπνισμα επίσης δεν αποτελεί αντένδειξη αλλά είναι ένας πολύ επιβαρυντικός παράγοντας. Όπως με κάθε χειρουργική επέμβαση, το κάπνισμα μπορεί να καθυστερήσει την επούλωση του τραύματος αλλά και να αυξήσει τα ποσοστά αποτυχίας έως και 14 φορές, ενώ η διακοπή καπνίσματος έστω και 1 εβδομάδα πριν από την τοποθέτηση και για 3 μήνες μετά έχει πολύ θετικά αποτελέσματα. Το σφίξιμο ή τρίξιμο των δοντιών (βρυγμός) απαιτεί την χρήση προστατευτικού νάρθηκα νυκτός προκειμένου να προστατευτούν τα εμφυτεύματα αλλά και οι προσθετικές εργασίες πορσελάνης.
Η κ. Καλιακάτσου καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «η αγαστή συνεργασία οδοντιάτρου και ασθενή είναι αυτή που εγγυάται το καλό τελικό αποτέλεσμα, δίνοντας οριστική, άμεση και αξιόπιστη λύση στην απώλεια των φυσικών δοντιών».